- προηγοῦμαι
- προηγέομαιgo first and lead the waypres ind mp 1st sg (attic epic doric)προηγοῦμαι , προηγέομαιgo first and lead the waypres ind mid 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προηγούμαι — προηγούμαι, προηγήθηκα βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: προηγούμαι : η μτχ. ενεστώτα προηγούμενος χρησιμοποιείται ευρύτατα ως επίθετο (π.χ. την προηγούμενη μέρα) και ως ουσιαστικό (το προηγούμενο, τα προηγούμενα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προηγούμαι — προηγοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [ἡγοῡμαι] 1. βαδίζω πριν από άλλον ή άλλους και δείχνω τον δρόμο, προπορεύομαι και οδηγώ κάποιον 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) προηγούμενος, η, ο(ν) πρότερος, προγενέστερος («τον προηγούμενο μήνα») 3. (το ουδ. πληθ. μτχ.… … Dictionary of Greek
προηγούμαι — προηγήθηκα 1. προπορεύομαι, βαδίζω μπροστά, πριν από άλλον. 2. χρονικά είμαι πρότερος. 3. έχω δικαίωμα προτεραιότητας: Προηγήθηκε σφοδρός βομβαρδισμός του φρουρίου και μετά έγινε η κατάληψή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
συμπροτερώ — έω, Α προηγούμαι επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + προτερῶ «προηγούμαι» (< πρότερος)] … Dictionary of Greek
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… … Dictionary of Greek
εξηγώ — και ξηγώ, άω (AM ἐξηγῶ, έω, Α και ἐξηγοῡμαι, έομαι) 1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.) 2. μεταφράζω νεοελλ. 1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῡ Ηλίου») 2. μέσ. δίνω… … Dictionary of Greek
εξυφηγούμαι — ἐξυφηγοῡμαι, έομαι (Α) προηγούμαι, οδηγώ … Dictionary of Greek
καταπροτερώ — καταπροτερῶ, έω (Α) 1. επωφελούμαι από κάποιο πράγμα 2. παθ. καταπροτεροῡμαι, έομαι ηττώμαι, υποχωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + προτερῶ «προπορεύομαι, προηγούμαι»] … Dictionary of Greek